ξενολάτρης

ξενολάτρης
ο
ξενομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λάτρης (πρβλ. ειδωλο-λάτρης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ξενολάτραι, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξενολατρία — η [ξενολάτρης] υπερβολική συμπάθεια προς τους ξένους και όσα τους αφορούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”